κοζάκοι

κοζάκοι
Ονομασία νομαδικών πληθυσμών, εγκατεστημένων κυρίως στις στέπες κατά μήκος του κάτω ρου των ποταμών Ντον και Δνείπερου. Συγκεντρωμένοι σε κοινότητες (όμπστσινι) οργανωμένες στρατιωτικά, ήταν χωρισμένοι σε εκατονταρχίες και μέσω των γενικών συνελεύσεων (κρουγκράντα) εξέλεγαν τον αρχηγό τους (αταμάvoς). Σταδιακά η κοινωνική ισότητα που χαρακτήριζε την οργάνωσή τους, παραχώρησε τη θέση της στη διαμάχη που αναπτύχθηκε μεταξύ των Κ. που έλεγχαν διοικητικά πόστα και των άλλων, των απλών Κ. Οι Κ. πολέμησαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, εναντίον των Τατάρων και των Τούρκων, ενώ υποτάχτηκαν στη ρωσική κυριαρχία τον 18o αι. Ήταν πάντοτε εξαίρετοι ιππείς και γενναίοι μαχητές, γι’ αυτό και οι τσάροι τους χρησιμοποίησαν για την κατάκτηση της Σιβηρίας και της κεντρικής Ασίας. Στα τέλη του 18ου αι. οι Κ. αποτελούσαν μια προνομιούχα τάξη στα πλαίσια της ρωσικής κοινωνίας. Οι διοικητικοί παράγοντες των Κ. εξομοιώθηκαν, ουσιαστικά, με τους Ρώσους ευγενείς, ενώ οι απλοί Κ. συγκρότησαν ένα σώμα ελεύθερων αγροτών που εκμεταλλευόταν μεγάλα τμήματα γης. Με την παραχώρηση αυτών των ιδιαίτερων προνομίων οι τσάροι είχαν πάντα στη διάθεσή τους έναν αφοσιωμένο στρατό, τον οποίο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν στην καταστολή επαναστατικών εξεγέρσεων. Το 1918-20 οι Κ. πολέμησαν στους αντικομουνιστικούς σχηματισμούς, ενώ μετά την οριστική επικράτηση της επανάστασης ενσωματώθηκαν στο ιππικό του Ερυθρού Στρατού. «Οι Κοζάκοι του Ζαπορόγε γράφουν γράμμα στον σουλτάνο της Τουρκίας» (1891), πίνακας του Ρώσου ζωγράφου Ιλία Ρέπιν (Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη).
* * *
ο
1. πληθυσμός αποτελούμενος από ελεύθερους αγρότες, κυρίως πρώην δουλοπαροίκους που δραπέτευσαν από τα φέουδα Ρώσων και Πολωνών φεουδαρχών, ο οποίος κατά τον 15ο και 16ο αιώνα εγκαταστάθηκε στη μεθοριακή περιοχή τών δύο κρατών και ίδρυσε ανεξάρτητες κοινότητες
2. (στην τσαρική Ρωσία) άνδρες τών μονάδων ιππικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. kazak].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • αταμάν — (αταμάνος ή ετμάν). Τίτλος αρχηγών των Κοζάκων (από τη γερμ. λέξη hetmann = αρχηγός), που καθιερώθηκε από τον βασιλιά της Πολωνίας Στέφανο Μπαθόρι, την εποχή που η Πολωνία τους είχε υποτάξει. Όταν οι Κοζάκοι υποτάχτηκαν στους Ρώσους, η… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Κρασνοντάρ — (Krasnodar). Πόλη (644.900 κάτ. το 2003) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (76.000 τ. χλμ., 4.987.600 κάτ. το 2002). Χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Κουμπάν, 250 χλμ. ΝΔ του Poστόφ, είναι σημαντικό ποτάμιο λιμάνι και σιδηροδρομικός …   Dictionary of Greek

  • Σεμιπαλάτινσκ — Πόλη στη Δημοκρατία του Καζαχστάν κοντά στον ποταμό Ίρτιτς. Το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής, που βρίσκεται η πόλη καλύπτεται από στέπες και το κλίμα της είναι ηπειρωτικό. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Κοζάκοι Κιργίζοι, οι δε υπόλοιποι Ρώσοι,… …   Dictionary of Greek

  • Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”